- πειθήμων
- -ον, -ονος, Α(ποιητ. τ.)1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- τού πείθω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].
Dictionary of Greek. 2013.